- κηρουργία
- κηρουργία, ἡ (Α)η παρασκευή ή παραγωγή κεριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο-εργία με συναίρεση < κηρός + -εργία < -εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι-ουργία, υαλ-ουργία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek